- λαχνό
- kura, kura numarası
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
λαχνός — ο (Μ λαχνός) κλήρος νεοελλ. 1. αριθμός λαχείου, δελτίο λαχείου που εξάγεται από την κληρωτίδα κατά την κλήρωση («τράβηξα τον λαχνό που κέρδισε») 2. το ποσό ή το αντικείμενο που τυχαίνει σε κάποιον από την κλήρωση («σού έπεσε ο πρώτος λαχνός») 3.… … Dictionary of Greek
Λάχεσις — Αρχαιοελληνική θεότητα, μία από τις τρεις Μοίρες. Αντιπροσώπευε τον λαχνό που οριζόταν για κάθε άνθρωπο από την τύχη. * * * η (Α Λάχεσις, εως και ιων. γεν. ιος) μία από τις τρεις Μοίρες, η οποία κατά την αρχαία αντίληψη διέθετε τους κλήρους τών… … Dictionary of Greek
εκλαγχάνω — ἐκλαγχάνω (Α) μού λαχαίνει, μού δίνει η τύχη τον κλήρο μου, τον λαχνό μου … Dictionary of Greek
κλήρος — Τμήμα γης που δόθηκε με κλήρωση· ο λαχνός· το μερίδιο κληρονομιάς· η μοίρα, η τύχη. Επίσης κ. ονομάζεται το ιερατείο, δηλαδή το σύνολο των ανώτερων και κατώτερων κληρικών της Εκκλησίας. Στον ανώτερο κ. περιλαμβάνονται οι λειτουργοί που απέκτησαν… … Dictionary of Greek
κληρωτί — και κληρωτεί (Α) επίρρ. με κλήρο, με λαχνό («ἀπὸ φυλῆς Βενιαμὶν κληρωτὶ πόλεις δεκατρεῑς», ΠΔ). [ΕΤΥΜΟΛ. < κληρωτός] … Dictionary of Greek
λάχεσις — Αρχαιοελληνική θεότητα, μία από τις τρεις Μοίρες. Αντιπροσώπευε τον λαχνό που οριζόταν για κάθε άνθρωπο από την τύχη. * * * η ζωολ. 1. γαστερόποδο μαλάκιο σύνηθες στις ευρωπαϊκές θάλασσες 2. γένος δηλητηριωδών φιδιών τής Κεντρικής και Νότιας… … Dictionary of Greek
λαχείο — το 1. τυχερό παιχνίδι κατά το οποίο, αφού γίνει κλήρωση αριθμημένων δελτίων λαχνών, όσοι έχουν δελτίο λαχνό που φέρει τον αριθμό ο οποίος κληρώθηκε κερδίζουν ορισμένα χρηματικά ποσά ή διάφορα αντικείμενα 2. συνεκδ. το αριθμημένο δελτίο με το… … Dictionary of Greek
λαχειοφόρος — ο, θηλ. και α αυτός που γίνεται με λαχείο, με λαχνό, αυτός που παρέχει δικαίωμα συμμετοχής σε κλήρωση κερδών («λαχειοφόρος αγορά»). [ΕΤΥΜΟΛ. < λαχεῖον + φόρος (< φέρω). Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στην Εφημερίδα τής Κυβερνήσεως τού… … Dictionary of Greek
μονόγυιος — μονόγυιος, ον (Α) μονομελής, μονοσκελής. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + γυιος (< γυῖον «μέλος»), πρβλ. λαχνό γυιος] … Dictionary of Greek
σπάω — σπῶ, άω, ΝΜΑ νεοελλ. βλ. σπάζω μσν. αρχ. 1. ανασπώ, βγάζω από τη θήκη (α. «ξίφος σπάσαντα», Ευρ. β. «φάσγανον σπάσας χερί», Ευρ.) 2. προκαλώ συστροφή ή σπασμό αρχ. 1. τραβώ προς το μέρος μου και αποσπώ, κόβω («σπασάμην ῥῶπάς τε λύγους τε», Ομ. Οδ … Dictionary of Greek
κλήρος — ο 1. το τμήμα της γης που τύχαινε στον καθένα με λαχνό. 2. το μερίδιο από κληρονομιά: Πούλησε τον κλήρο της. 3. ο λαχνός του λαχείου που βγαίνει από την κληρωτίδα: Δε με ευνόησε ο κλήρος αυτή τη φορά. 4. το σύνολο των ανώτερων και κατώτερων… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)